ακάταρτος

ακάταρτος
-η, -ο
χωρίς κατάρτια: Έπλεαν ακάταρτοι· ο αέρας τούς είχε πάρει όλα τα κατάρτια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακάταρτος — η, ο [κατάρτι] (πλοίο) χωρίς κατάρτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”